- μεταβοθρεύω
- μεταβοθρεύω (Α)(κατά τον Ησύχ.) μεταφέρω ένα φυτό από έναν βόθρο, δηλ. λάκκο, σε άλλο, μεταφυτεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α)-* + βοθρεύω / βοθρῶ (< βόθρος «λάκκος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταβοθρεύεται — μεταβοθρεύω move into another trench pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβοθρεύονται — μεταβοθρεύω move into another trench pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβοθρεύοντες — μεταβοθρεύω move into another trench pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)